νόσανσις

νόσανσις
νόσανσις, ἡ (Α)
το να ασθενεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. *νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νόσανσις — falling sick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσάνσει — νόσανσις falling sick fem nom/voc/acc dual (attic epic) νοσάνσεϊ , νόσανσις falling sick fem dat sg (epic) νόσανσις falling sick fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσανσιν — νόσανσις falling sick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • νόσωσις — νόσωσις, ἡ (Α) νόσανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ωσις μέσω *νοσῶ, όω (πρβλ. κάκ ωσις)] …   Dictionary of Greek

  • νοσάνσεως — νοσάνσεω̆ς , νόσανσις falling sick fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”